- μιμόδραμα
- τοπεριπετειώδες λυρικό δράμα το οποίο αποδίδεται με πλαστικές μιμητικές κινήσεις και εκφράσεις τών ηθοποιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μίμος + δράμα (πρβλ. μελόδραμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιμόδραμα — το, ατος λυρικό δράμα που αποδίδεται περισσότερο με μιμικές κινήσεις (παντομίμα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
μιμόρχηση — η το μιμόδραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + όρχηση (< ὀρχοῦμαι)] … Dictionary of Greek
Μαρσό, Μαρσέλ — (Marcel Marceau, Στρασβούργο 1923 –). Γάλλος μίμος. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Παρισιού με δάσκαλο τον Σαρλ Ντιλάν και τον Ετιέν Ντεκρού. Αρχικά συμμετείχε στον θίασο του Ζαν Λουί Μπαρό και το 1947 δημιούργησε δικό του θίασο και έκτοτε… … Dictionary of Greek
Φόκνερ, Ουίλιαμ — (Faulkner, Νιου Όλμπανι, Μισισιπής 1897 – Όξφορντ, Μισισιπής 1962). Αμερικανός συγγραφέας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τραυματίστηκε σε αεροπορικό επεισόδιο. Όταν γύρισε στην πατρίδα του γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, κάνοντας συγχρόνως διάφορα… … Dictionary of Greek